ὑανέοος

ὑανέοος
ὑανέοος· εἰκαῖος, βλοσυρός, χαλεπός, ὕπτιος, Hsch. (Cf. ὑαλίης.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υάνεος — εον και, κατά τον Ησύχ., ὑανέοος, Α (κυρίως ο τ. ὑανέοος) (κατά τον Ησύχ.) «εἰκαῑος, βλοσυρός, χαλεπός, ὕπτιος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”